- καλλιμάρτυς
- καλλιμάρτυς, ὁ, ἡ (AM, Μ και καλλίμαρτυς, ὁ)ο γενναίος μάρτυρας, αυτός που είχε ένδοξο μαρτυρικό θάνατο.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -μάρτυς (< μάρτυς), πρβλ. μεγαλο-μάρτυς, οσιο-μάρτυς).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek